- τσαούσμπασης
- ο, Ν1. (στους Τούρκους) επιλοχίας2. (παλαιότερα) αυλικός αξιωματούχος, ανάλογος προς τον τελετάρχη, ο οποίος αναλάμβανε έκτακτες αποστολές προς ξένους ηγεμόνες.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. τουρκ. προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.